- κλόνος
- ο (AM κλόνος)κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός*νεοελλ.ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομομσν.-αρχ.1. σύγχυση, ταραχή2. δόνηση, σεισμός («ὁ κλόνος ὁ τὴν παραλίαν Φοινίκην κατασείσας», Ευάγρ.)αρχ.1. (ειδ.) σύγκρουση, συμπλοκή (α. «ἔρις κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν», Ησίοδ.β. «λιποῦσα δ' ἀστοῖσιν ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους τε», Αισχύλ.)2. η ταραχώδης κίνηση που συμβαίνει στον οργανισμό και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων3. (για τη θάλασσα) αναταραχή, σάλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλομαι. Εμφανίζει επομένως τη μηδενισμένη βαθμίδα κλ- τής ΙΕ ρίζας *kel- «κινώ» και επίθημα -όνος, όπως τα θρ-όνος, χρ-όνος.ΠΑΡ. κλονίζω, κλονώ, κλονώδηςνεοελλ.κλονικός.ΣΥΝΘ. αρχ. κλονοειδώς].
Dictionary of Greek. 2013.